υπτίασμα

υπτίασμα
-άσματος, τὸ, Α [ὑπτιάζω]
(ποιητ. τ.)
1. καθετί που βρίσκεται σε ύπτια θέση
2. (κατ' επέκτ.) α) πτώμα
β) θάνατος
3. φρ. «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια στάση τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπτίασμα — that which is laid back neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιάσμασι — ὑπτίασμα that which is laid back neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιάσμασιν — ὑπτίασμα that which is laid back neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”